- λεξικογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικογραφία.επίρρ...λεξικογραφικώς και -άαπό λεξικογραφική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.